Δορίσκου

Δορίσκου
Δόρισκος
masc gen sg
Δορίσκος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάλη — Αρχαίος οικισμός στα νότια παράλια της Θράκης. Βρισκόταν στην πεδιάδα του Δορίσκου, στα Δ. των εκβολών του Έβρου και σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Ηρόδοτου αποτελούσε αποικία των Σαμοθράκων. * * * και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και… …   Dictionary of Greek

  • απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”